ξεσκουφώνω

ξεσκουφώνω
ξεσκούφωσα, ξεσκουφώθηκα, ξεσκουφωμένος
1. μτβ., αφαιρώ το σκούφο κάποιου.
2. το μέσ., ξεσκουφώνομαι αφαιρώ, βγάζω το σκούφο μου, αποκαλύπτομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεσκουφώνω — 1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα τής κεφαλής κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σκούφος] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκούφωμα — το [ξεσκουφώνω] η αφαίρεση τού σκούφου, τού καπέλου …   Dictionary of Greek

  • ξεσκούφωτος — η, ο [ξεσκουφώνω] ξέσκουφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”